μη ου

μη ου
μὴ οὐ (Α)
εκφράζει άρνηση η οποία ενέχει την έννοια υποψίας κακού, κυρίως μετά από ρήματα που δηλώνουν φόβο ή και προσδοκία κακού («δείδω, μὴ oὔ τίς τοι ὑπόσχηται τόδε ἔργον», Ομ. Ιλ.)
2. (με απρμφ.) χρησιμοποιείται: α) μετά από άρνηση που εκφράζεται ή και υπονοείται ύστερα από ρήματα που δηλώνουν παρεμπόδιση, αποφυγή ή ανάγκη, εφόσον αυτά περιέχουν άρνηση ή ερώτηση («οὐκέτι ἀνεβάλλοντο μὴ οὐ τὸ πᾱν μηχανήσασθαι», Ηρόδ.)
β) μετά από ρήματα ή φράσεις που δηλώνουν το αδύνατο, το ακατάλληλο, το ανάρμοστο ή και αποστροφή («δεινὸν ἐδόκεε εἶναι μὴ οὐ λαβεῑν», Ηρόδ.)
3. εκτός από («πόλεις... χαλεπαὶ λαβεῑν, μὴ οὐ χρόνῳ καὶ πολιορκίᾳ», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”